- περιφαντάζομαι
- Ακάνω φαντασιώσεις για κάτι, εξετάζω επιπόλαια κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφανταζομένη — περιφαντάζομαι seen all round pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφανταζόμενοι — περιφαντάζομαι seen all round pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφανταζόμενος — περιφαντάζομαι seen all round pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφαντασθέντες — περιφαντάζομαι seen all round aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφαντάζεσθαι — περιφαντάζομαι seen all round pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφαντάζεται — περιφαντάζομαι seen all round pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφαντάζομαι — Α [περιφαντάζομαι] φαντάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω εικόνα για κάτι μαζί με κάτι άλλο («μηδέποτε συμπεριφαντάζου τὸ περικείμενον ἀγγειῶδες κατὰ τὰ ὀργάνια ταῡτα», Μάρκ. Αυρ.) … Dictionary of Greek